πρωτοκόμιον

πρωτοκόμιον
τὸ, Α
1. η πρώτη τούφα μαλλιών
2. μτφ. το πρώτο γέννημα («τὸ ἐξ Ἀβραὰμ... γένος... πρωτοκόμιον τῶν ἄλλων ἐθνῶν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κόμιον (< κόμη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”